- αναλογείο
- και αναλογειό και αλογειό, το (ΑΜ ἀναλογεῑον)εκκλησιαστικό κυρίως έπιπλο, επάνω στο οποίο τοποθετούνται τα βιβλία που χρησιμοποιούνται κατά τη διάρκεια μιας ακολουθίας (βλ. και αναλόγιο)νεοελλ.ο χώρος γύρω από το αναλογείο (συνήθως υψηλότερος από το δάπεδο τού ναού) όπου στέκονται οι ψάλτες.[ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀναλογεύς < ἀνάλογος < ἀναλέγω «διαβάζω ένα σύγγραμμα απ' την αρχή μέχρι το τέλος»].
Dictionary of Greek. 2013.